Επιστροφή προς τα ... μπρος!

Επιστροφή προς τα ... μπρος!

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ

ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟΣ
ΝΑ ΘΕΜΕΛΕΙΏΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΌ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉΣ ΙΣΌΤΗΤΑΣ

Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση -Αυτονομία- Άμεση Δημοκρατία-Ομοσπονδιακός Κοινοτισμός

Τον Μάιο του 2020, μια ομάδα περισσότερων από 1.100 υποστηρικτών της «Αποανάπτυξης», υπέγραψε ένα μανιφέστο καλώντας τις κυβερνήσεις να αδράξουν την ευκαιρία και να στραφούν προς ένα «ριζικά διαφορετικό είδος κοινωνίας, αντί να προσπαθούν απεγνωσμένα να θέσουν ξανά σε λειτουργία την «καταστροφική ανάπτυξη». Η Συνδημία του κοροναϊού δείχνει ότι θα χρειασθεί να γίνουν μεγάλες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να πάμε στην κατάρρευση! Ειδικά για την μετά-COVID Ελλάδα: Για να ξεφύγει η χώρα από τη μέγγενη των χρεών, από την φτωχοποίηση και το πολιτισμικό αδιέξοδο, καθώς και από την κατάθλιψη και την μεμψιμοιρία στην οποία έχει πέσει ο πληθυσμός της-ιδίως μετά το σοκ της πανδημίας και τον εγκλεισμό του στα σπίτια- θα χρειασθεί, μετά το πέρασμα της καταιγίδας, να αναπτερωθεί το ηθικό του μέσα από μια στροφή προς μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση . Εφαλτήρας μπορεί να γίνει ο αγροδιατροφικός τομέας και στη συνέχεια ο μεταποιητικός ένδυσης- υπόδησης, ο ενεργειακός και ο ήπιος ποιοτικός τουρισμός να την συμπληρώσουν. Είναι μια εναλλακτική στη σημερινή κυρίαρχη κατεύθυνση, που δεν χρειάζονται κεφάλαια, ξένες επενδύσεις, χωροταξικά σχέδια, υπερτοπικές συγκεντρώσεις, μεγαλεπήβολα και εξουθενωτικά μεγέθη και ρυθμούς. Η κατεύθυνση της Αποανάπτυξης-Τοπικοποίησης -Αυτονομίας- Άμεσης Δημοκρατίας-Ομοσπονδιακού Κοινοτισμού θα μπορούσε να είναι η διέξοδος για την χώρα, στην μετά-COVID εποχή!

Τα χαρακτηριστικά της τοπικοποιημένης συλλογικής, κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας

Η καπιταλιστική οικονομία στηρίζεται βασικά σε δύο τομείς. 1) Στον κρατικό τομέα με τη μορφή του «κράτους επιχειρηματία»-που στη φάση της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού υποχωρεί υπέρ της ιδιωτικοποίησης των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων-ή τη μορφή του «κράτους πρόνοιας»-που και αυτό υποχωρεί είτε αυτοκαταργώντας τον εαυτό του είτε ιδιωτικοποιώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες. 2)Στον ιδιωτικό τομέα με τον εταιρικό τρόπο του «επιχειρείν». Αυτός ο τομέας έχει διογκωθεί τόσο που στη φάση της παγκοσμιοποίησης έχουμε σαν αποτέλεσμα 147 μεγάλες εταιρείες να ελέγχουν το 40% της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ οι 737 (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι 147) να ελέγχουν το 80% της οικονομίας του πλανήτη!
Υπάρχει όμως και ένας τρίτος τομέας- μεταξύ του κρατικού και του ιδιωτικού - που έχει αναπτυχθεί σήμερα, και τον συναντούμε με πολλά ονόματα: κοινωνική οικονομία, αλληλέγγυα οικονομία, ηθική οικονομία, τρίτος τομέας, λαϊκή οικονομία, κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία κ.α. Η φαινομενική σύγχυση γύρω από τον ορισμό, προκύπτει κυρίως γιατί αντανακλά μια έντονη εσωτερική διαμάχη για τη νοηματοδότηση και την εξέλιξη του φαινομένου. Σε αυτή την εξέλιξη συμμετέχει και δρα ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και πολιτικών υποκείμενων, από μικρές ομάδες γειτονιάς και κοινωνικά κινήματα μέχρι πολυεθνικές επιχειρήσεις και υπερ-κρατικούς σχηματισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, που προφανώς διακατέχονται από πολύ διαφορετικές επιδιώξεις και αναφορές. Ως αποτέλεσμα, ενώ οι λόγοι που αρθρώνονται και οι πρακτικές που υιοθετούνται κάποιες φορές συγκλίνουν, συχνά αποδεικνύονται ασύμβατοι, ακόμη και αντιθετικοί, οδηγώντας σε αποκλίνοντα μονοπάτια.
Στον ελλαδικό χώρο, έχουν επικρατήσει δύο βασικά όροι: είτε ο θεσμικός όρος «κοινωνική οικονομία» (ήδη έχει ψηφισθεί νόμος από τη Κυβέρνηση), είτε ο όρος «αλληλέγγυα οικονομία» από μια πληθώρα πρωτοβουλιών βάσης. Το θέμα δεν είναι δεδομένο και αντικειμενικό. Πρόκειται για όρους και πρακτικές υπό διαμόρφωση και το σημαντικό είναι να περιγράψουμε ποια χαρακτηριστικά θέλουμε να πάρει αυτή η οικονομία και εκεί να ρίξουμε το βάρος.
Καταρχήν καλύτερα είναι να δεχθούμε τον συμπτυγμένο όρο «κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία» συνδυάζοντας τα δύο κύρια ρεύματα πρακτικής που υπάρχουν και αποδεχόμενοι τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά και της συμπληρωματικότητας –ως προς την καπιταλιστική οικονομία- και τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής αλληλεγγύης των «από κάτω», αφού ο στόχος είναι να αποτελέσει την οικονομία της μετάβασης προς ένα διαφορετικό από τον καπιταλισμό κοινωνικό σχηματισμό.
Τα καταρχήν λοιπόν χαρακτηριστικά που συνοδεύουν την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μέχρι τώρα-αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να εξελιχθούν παραπέρα- είναι:
Διαχείριση υφιστάμενων προβλημάτων με πεδίο αναφοράς την ηθική διάσταση και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και τη πολιτική διάσταση με τα κοινωνικά δικαιώματα.
Λειτουργική και θεσμική σύνδεση με το νομικό πλαίσιο που υπάρχει, αλλά και οικονομική και θεσμική αυτονομία- ανεξαρτησία με διεκδικητική στάση.
Αρχική διασύνδεση με την αγορά, αλλά με προτεραιότητα τη σταδιακή αποσύνδεση και την ανάπτυξη εναλλακτικών- αλληλέγγυων δομών. Η κλίμακα και η μορφή της εσωτερικής οργάνωσης αυτών των δομών μπορούν να ποικίλουν, ανάλογα με το είδος μονάδας και τη στόχευση. Αποκλείονται περιπτώσεις μεγάλης κλίμακας και κάθετης οργάνωσης. Επιθυμητό το μικρό έως μεσαίο μέγεθος μονάδων και η έμφαση στην τοπικότητα, στη συμμετοχική και δημοκρατική λειτουργία. Πεδίο οικονομικής δράσης από αποσπασματικό- με έμφαση σε «αποκατάσταση ζημιών» και υπηρεσίες πρόνοιας- μέχρι και σφαιρικό, περιλαμβάνοντας το σύνολο της οικονομικής ζωής, χρηματικής ή μη. Συνέργειες και διασύνδεση μεταξύ μονάδων, φορέων, δικτύων και κοινωνικών κινημάτων, που ξεκινούν από το να είναι θεματικές και εντοπισμένες, αλλά μπορούν και επεκτείνονται σε διαθεματικές και περιφερειακές. Με απεύθυνση προς την κοινωνία και τους πολίτες για ευαισθητοποίηση, ενίσχυση, άμεση συμμετοχή, προσωπική δράση, ενεργοποίηση και συλλογική δράση.
Μια οικονομική δραστηριότητα στα πλαίσια της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας σήμερα-με τη μορφή επιχείρησης κοινωνικής βάσης ή συνεταιριστικής ή συνεργατικής(κολεκτίβας) και έχοντας απορρίψει την «μεγιστοποίηση» του κέρδους σαν μέτρο της επιτυχίας της οικονομικής δραστηριότητας- είναι επιτυχημένη, όταν συμβάλει κατά το «μέγιστο» δυνατό στην συλλογική-κοινωνική ευημερία(και όχι μόνο στην ευημερία των μελών της, όπως συμβαίνει με την καπιταλιστική επιχείρηση, που σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα μπορεί η οικονομική της επιτυχία να στηρίζεται στη μείωση ακριβώς της ευημερίας και της ποιότητας ζωής της υπόλοιπης κοινωνίας). Η επιτυχία της αποδείχνει ότι στην ουσία ισχύει το αντίστροφο από ότι ισχυρίζεται ο καπιταλισμός: δεν είναι η ατομική ευημερία εκείνη που συνεπάγεται αυτόματα και την συλλογική ευημερία, αλλά η συλλογική είναι αυτή που συνεπάγεται και την ατομική ευημερία. «Όποιος φροντίζει για όλους, φροντίζει και για τον εαυτό του».
Στη συνέχεια τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να αποκτήσει κατά την περίοδο της μετάβασης είναι: να στηρίζεται στη διαφάνεια των στόχων και την κριτική τους, στη κοινωνική ασφάλεια και υπευθυνότητα με κοινωνική αναδιανομή των πλεονασμάτων, στην «κοινωνική αναγνώριση της αναγκαιότητας» των οικονομικών δραστηριοτήτων, στη συλλογική ιδιοκτησία και χρήση των μέσων παραγωγής, στην δημιουργική και ισότιμη εργασία με σύγκλιση χειρωνακτικής-πνευματικής και με συνεργατικές σχέσεις των εργαζομένων στις μονάδες της, στην αυτοδιαχείριση και τη δημοκρατική συν-απόφαση των χώρων εργασίας, στην αλληλεγγύη προς τις «επηρεαζόμενες» από την οικονομική δραστηριότητα κοινωνικές ομάδες και άλλα είδη ζωής. Να αποβλέπει στην «καλή υγιεινή ζωή» υπηρετώντας την συλλογική και ατομική κοινωνική ευημερία, καθώς και να αποβλέπει στην οικολογική βιωσιμότητα και τις μικρές αποστάσεις, στηριζόμενη περισσότερο στους τοπικούς φυσικούς πόρους(«οικονομία της εγγύτητας»). Να αποβλέπει επίσης στην όσο γίνεται μεγαλύτερη αυτοδυναμία των περιοχών και στις δίκαιες ανταλλαγές μεταξύ τους.
Αυτά τα χαρακτηριστικά θα συνδέονται προφανώς και με τα γενικότερα χαρακτηριστικά της κοινωνίας της μετάβασης, η οποία για να μπορέσει να κινηθεί πλειοψηφικά προς αυτήν-τη μεταβατική κοινωνία- θα χρειασθεί να έχει από τα πριν σκιαγραφήσει ποιο θα είναι το κοινωνικά αποδεκτό «συλλογικό- κοινωνικό όφελος». Το τι θα θεωρείται συλλογική κοινωνική ευημερία δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα μιας γενικότερης δημοκρατικής(αμεσοδημοκρατικής) συζήτησης και συμφωνίας από την ίδια την κοινωνία της μετάβασης. Υπάρχουν όμως ήδη αρκετά δεδομένα, ώστε να μη περιμένουμε να βρεθεί πρώτα η κοινωνία σε περίοδο μετάβασης και μετά να καθορίσουμε την «κοινωνική ευημερία», σαν ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο». Μπορούμε να ξεκινήσουμε ήδη από τώρα να τη σκιαγραφούμε, ώστε κάνοντάς την ελκυστική για την κοινωνική πλειοψηφία, να συμβάλουμε και στο να αποφασίσει να κινηθεί η ίδια προς τα εκεί.
Στην Ε.Ε. η «από τα πάνω» προώθηση της κοινωνικής οικονομίας, στην καθαρά συμπληρωματική προς την καπιταλιστική μορφή της, φαίνεται ότι αποτελεί και πολιτική επιλογή των κρατικών μηχανισμών. Οι επιδιώξεις της επιλογής αυτής μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ευρείας αντιπαράθεσης και να μην αποτελούν την βάση, ώστε να περιορίσουμε το φαντασιακό μας, όσον αφορά την οικονομία της μετάβασης. Πολύ περισσότερο, όταν απαντούνται στις ευρωπαϊκές χώρες ιδιαίτερα σημαντικά ρεύματα «από τα κάτω» που αποκλίνουν από το δρόμο της καθεστωτικής προώθησης.
Θα χρειασθεί βέβαια να απαντήσουμε με καθαρό τρόπο το εύλογο ερώτημα: στην Ελλάδα των μνημονίων και της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, πώς ανταποκρινόμαστε στην εισαγωγή στις ζωές μας και στο δημόσιο διάλογο για αυτήν την οικονομία; Είναι ευκαιρία να δείξουμε ότι δεν πρόκειται μόνο για μια αλληλέγγυα διαχείριση των συνεπειών της κρίσης, αλλά για μια οραματική και ζωογόνα αναζήτηση μιας καλύτερης, συνεργατικής οικονομίας των αναγκών, που μπορεί να αποτελέσει και τη βάση μιας νέας και βιώσιμης ελληνικής κοινωνίας.
Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα καλύτερα, θα χρειασθεί να ακολουθήσουμε μια αμεσοδημοκρατική διαδικασία: όσοι συμφωνούν με τον στόχο της διαμόρφωσης ήδη από τώρα της οικονομίας της μετάβασης με τα παραπάνω χαρακτηριστικά και όσες συλλογικότητες το έχουν βάλει ήδη σαν σκοπό της δραστηριότητάς τους, να δημιουργήσουμε μαζί έναν σταθερό θεσμό που θα έχει για ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. ένα χρόνο ) σαν αντικείμενο την απάντηση αυτού του ερωτήματος. Μπορεί να πάρει τη μορφή ενός «συμβουλίου της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας», το οποίο μπορεί να εκλεγεί απευθείας από μια πανελλαδική συνάντηση, που θα χρειασθεί να οργανωθεί με αυτό το θέμα. Να διαμορφώσουμε «από τα κάτω» τα χαρακτηριστικά της και όχι όπως έγινε με τον νόμο της κυβέρνησης, με τον οποίο δεν ασχολήθηκαν ούτε καν οι βουλευτές τους.
Οι στόχοι του «συμβουλίου» θα είναι δύο βασικά: 1) να καθορίσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής αλληλέγγυας οικονομίας και 2) να βρει τα ποσοτικά κριτήρια μετρησιμότητας αυτών των ποιοτικών χαρακτηριστικών, ώστε να είμαστε σε θέση να κρίνουμε αν μια σημερινή οικονομική μονάδα ανήκει στον τομέα της κοινωνικής –συλλογικής και αλληλέγγυας οικονομίας.

Μετρήσιμα κριτήρια για την κοινωνική, αλληλέγγυα και οικολογικά ισορροπημένη οικονομία
Χρειάζεται καταρχήν ο ορισμός του τι θεωρούμε σαν επιτυχία για μια οικονομική δραστηριότητα κοινωνικής, αλληλέγγυας και οικολογικά ισορροπημένης οικονομίας.
Όπως είναι γνωστό– και αυτό δεν αμφισβητείται πλέον και από συμβατικούς οικονομολόγους- το ΑΕΠ, συμπεριλαμβάνοντας π.χ. αξίες που δημιουργούνται από ασθένειες, ατυχήματα, περιβαλλοντικές ή φυσικές καταστροφές, ακόμα και από πολέμους στο εξωτερικό, δεν μπορεί να είναι κατάλληλος δείκτης περιγραφής της ευημερίας και πολύ περισσότερο της ευτυχίας ενός λαού. Δε θα πρέπει άρα να μείνουμε στον δείκτη του ΑΕΠ για την μακροοικονομία. Έτσι και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παραμείνουμε στον σημερινό δείκτη του χρηματοοικονομικού ισοζυγίου των καπιταλιστικών επιχειρήσεων στην μικροοικονομία, που στηρίζεται μόνο στην ατομική ιδιοκτησία, στα κόστη, στις επενδύσεις, στα κέρδη και στους προϋπολογισμούς.
Θα χρειασθεί λοιπόν να καθορίσουμε λεπτομερέστερους δείκτες για να εκφράσουμε την επιτυχία σε σχέση με την κοινωνική ευημερία-ικανοποίηση και την ποιότητα ζωής, την ποιότητα και την διανομή των αγαθών, την συμμετοχή-συναπόφαση των πολιτών, την ισότητα των φύλλων, την ποιότητα-προστασία του περιβάλλοντος, τη συλλογική-κοινωνική ιδιοκτησία κ.λπ. Και αυτοί οι δείκτες να συγκεκριμενοποιηθούν και για τις οικονομικές δραστηριότητες της κοινωνικής και αλληλέγγυας μικροοικονομίας. Για να καθορισθούν βέβαια όλοι αυτοί οι δείκτες οριστικά θα χρειασθεί να ακολουθηθεί μια αμεσοδημοκρατική διαδικασία στα πλαίσια της κοινωνίας της μετάβασης. Τώρα δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε κάτι παραπάνω από το να τους σκιαγραφήσουμε μόνο και να τους προτείνουμε.
Στο δρόμο προς την παραπάνω οικονομία οι σημερινές επιχειρήσεις και οι νεοδημιουργούμενες, για να διαφέρουν από τις υπάρχουσες καπιταλιστικές, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουν ζημίες. Απλά δε θα έχουν σα στόχο το «μέγιστο κέρδος», που είναι ο στόχος των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση όχι κέρδος για το κέρδος, ούτε δημιουργία ατομικής ιδιοκτησίας-αλλά συλλογικής των νεοδημιουργούμενων αξιών χρήσης. Η έννοια του κέρδους γίνεται αποδεκτή μόνο με την έννοια του περιορισμένου μέσου για αυστηρά καθορισμένους κοινωνικούς-οικολογικούς σκοπούς. Καλύτερα να το ονομάσουμε πλεόνασμα. Επιδίωξη λοιπόν πλεονασμάτων για την εξυπηρέτηση κοινωνικά αποδεκτών στόχων, οικολογικά βιώσιμων, που προωθούν ταυτόχρονα την οικονομική δημοκρατία και την κοινωνική αλληλεγγύη.
Έχοντας κάνει εκ των προτέρων αποδεκτούς τους παραπάνω στόχους των οικονομικών δραστηριοτήτων μπορούμε για παράδειγμα να θέσουμε σε συζήτηση ένα πίνακα αξιών-κριτιρίων(οριζόντιος άξονας: Ανθρώπινη αξιοπρέπεια,Εμπιστοσύνη,Αλληλεγγύη,Οικολογική βιωσιμότητα,Κοινωνική δικαιοσύνη,Δημοκρατική συμμετοχή,Ατομική/συλλογικήιδιοκτησία) και κοινωνικών ομάδων που τους αφορά η κάθε οικονομική δραστηριότητα(κάθετος άξονας: Πελάτες-καταναλωτές,Συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, Προμηθευτές-χρηματοδότες, Περιοχή-Εντοπιότητα, Πολίτες-θεσμοί απόφασης, Μελλοντικές γενιές,Προϊόν/Υπηρεσία, Πλεόνασμα) και να τον συμπληρώσουμε ανάλογα(καλύτερα να συμπληρωθεί πλήρως από το «συμβούλιο» της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που προτείνεται στο κείμενο για τα χαρακτηριστικά της)
Κάθε χαρακτηριστικό στα κουτάκια θα πρέπει να βαθμολογείται με ένα βαθμό, ώστε να αξιολογείται καλύτερα και ποσοτικά η εξέλιξη-βελτίωση της κάθε οικονομικής τέτοιας δραστηριότητας σε σχέση με την αξία-κριτήριο αξιολόγησης(π.χ. στο πρώτο κουτάκι μία επιχείρηση κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας μπορεί να βαθμολογηθεί-και αυτό να γίνεται δημόσια γνωστό-ως εξής: αυτό-οργάνωση ωραρίου 20, παιδικός σταθμός 25, φροντίδα 15, μετεκπαίδευση 10, κ.λπ.
Όσο περισσότερους συνολικά βαθμούς συγκεντρώνει το οικονομικό εγχείρημα τόσο περισσότερο ποιοτικά μπορεί να χαρακτηρίζεται σαν «εγχείρημα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας» από το «συμβούλιο» και αυτό να γίνεται δημόσια γνωστό, ώστε να «πριμοδοτείται» από το κίνημα της μετάβασης. Μπορούμε να καθορίσουμε και διαβαθμίσεις στη προσπάθεια κάθε τέτοιου εγχειρήματος για μεγιστοποίηση της βαθμολογίας του: π.χ μέχρι το 200 η πρώτη βαθμίδα, μέχρι 400 η δεύτερη, μέχρι 600 η Τρίτη, κ.ο.κ(χαρακτηρίζοντας και τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες του με αντίστοιχο χρώμα).
Να σταθούμε λίγο στο θέμα της παραγωγής πλεονάσματος που είναι σημαντικό γιατί συνδέεται με την έννοια του σημερινού καπιταλιστικού κέρδους. Το πλεόνασμα μπορεί να είναι χρήσιμο, αλλά μπορεί και να γίνεται και επιζήμιο. Σήμερα φαίνεται καθαρά αυτό σε επίπεδο εθνικών οικονομιών, όπου τα πλεονάσματα μιας χώρας είναι συνήθως ελλείμματα άλλων χωρών, ή ότι τα κέρδη μιας επιχείρησης μπορεί να οφείλονται σε ζημιές άλλων(ανταγωνισμός) ή σε ζημιές της υπόλοιπης κοινωνίας(εκμετάλλευση εργασίας της) ή σε ζημιές του περιβάλλοντος( εκμετάλλευση της φύσης). Είναι σαν το μαχαίρι που μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς για να κόψει τη σαλάτα του, αλλά και για να μαχαιρώσει το διπλανό του. Το αν θα είναι χρήσιμο θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις κάθε φορά για το ποιοί θα επωφελούνται από αυτό το πλεόνασμα και που αυτό θα «επενδύεται», σύμφωνα με τα αναφερθέντα πιο πάνω.
Επειδή για τη δημιουργία ενός τέτοιου εγχειρήματος θα χρειασθούν αρχικοί οικονομικοί πόροι και παραγωγικά μέσα, τα οποία προφανώς θα εξασφαλισθούν από τους αρχικά συμμετέχοντες συνολικά ή μερικά-κάποιοι διαθέτουν κάποιες οικονομίες, άλλοι θα διαθέτουν μελλοντική εργασία κ.λπ. και επομένως θα υπάρχει κάποια αρχική συλλογική ή ατομική ιδιοκτησία-θα μπαίνει ζήτημα αρχικής συμφωνίας για το αν αρχική ατομική ή συλλογική ιδιοκτησία, καθώς και η εργασία, θα έχει δικαίωμα απολαβής «μερίσματος» από το πλεόνασμα ή αν το πλεόνασμα θα επενδύεται μόνο σε κοινωνικούς ή οικολογικούς σκοπούς.
Ένα παράδειγμα: δημιουργείται ένας συνεταιρισμός ή μια εταιρεία κοινωνικής βάσης για παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ. Ο κάθε συμμετέχων πολίτης-σα –σύμφωνα με τη θέλησή του-της και τις δυνατότητές του-της διαθέτει από την αρχή ένα ποσό, ώστε να κατασκευασθεί η εγκατάσταση. Η συνέλευση των συμμετεχόντων θα πρέπει να έχει αποφασίσει από την αρχή, αν μέρος του πλεονάσματος θα μοιράζεται στα μέλη ή θα επενδύεται όλο για να κατασκευάζονται νέες εγκαταστάσεις, που θα είναι αναγκαίες για να ξεφύγουμε από τον λιγνίτη και το πετρέλαιο. Μπορεί στην αρχή-για να πεισθούν και οι μικροαποταμιευτές να αποσύρουν τις οικονομίες τους από τις τράπεζες, που έτσι και αλλιώς δίνουν ένα πολύ μικρό επιτόκιο ή καθόλου-ένας τέτοιος συνεταιρισμός να αποφασίσει να μοιράζει στα μέλη του το 1-2% του πλεονάσματος και το υπόλοιπο για κοινωνικούς-οικολογικούς σκοπούς. Μια τέτοια δραστηριότητα ανήκει φυσικά στην οικονομία της μετάβασης, αλλά θα κατατάσσεται ανάλογα με τη διαβάθμιση που προτείνουμε παραπάνω. Γιατί ο τελικός στόχος μιας οικονομίας των αναγκών, που διεκδικεί να είναι αντικαταναλωτική και δίκαιη θα πρέπει να είναι: εισόδημα να δημιουργεί μόνο η εργασία! Έτσι μπορεί να κατανεμηθεί σωστά η αναγκαία κοινωνικά εργασία και να μειωθεί ταυτόχρονα χρονικά η εργασία που αντιστοιχεί στον καθένα.
Ο πυρήνας του καπιταλισμού στηρίζεται στη «νόμιμη» διαδικασία που μεταφέρει την υπεραξία που παράγεται από την εργασία και τη φύση(η φύση συμμετέχει στην παραγωγή υπεραξίας υπερεκμεταλλευόμενη με τέτοιους ρυθμούς, που δεν προλαβαίνει η ίδια να αναπαράγει τους φυσικούς της πόρους), στους έχοντες την εξουσία κεφαλαιούχους και ιδιοκτήτες. Αυτοί- ιδίως οι πλούσιοι, ακόμα και όταν συμμετέχουν σαν μάνατζερς στη παραγωγική διαδικασία-δεν απολαμβάνουν μόνο εισόδημα από την τυχόν εργασία τους, αλλά κύρια από την κατοχή κεφαλαίων και μέσων παραγωγής με τη μορφή κερδών ή τόκων και μερισμάτων των επενδύσεών τους. Αυτή η δυνατότητα τους μετατρέπει -στη πλειοψηφία τους- σε άπληστους ανθρώπους, παρόλο που μπορεί, είτε η καταγωγή τους, είτε η ιδεολογία τους, είτε η θρησκεία τους, να μη τους το επιτρέπει. Για να απορριφθεί αυτό το επίκτητο χαρακτηριστικό της απληστίας-κληρονομημένο πιθανά στον καθένα από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης- δε θα πρέπει να δημιουργούμε εισόδημα στο μέλλον από την ατομική ιδιοκτησία μέσων και κεφαλαίου. Διαφοροποιήσεις στο εισόδημα μπορούν να γίνονται αποδεκτές μόνο στη βάση της ηθελημένης επιπλέον εργασίας.
Στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου οικονομικού εγχειρήματος λοιπόν μπορεί να αμείβεται κάποιος για περισσότερες ώρες δουλειάς, αλλά να έχουν τεθεί και όρια μεταξύ κατώτερης και ανώτερης αμοιβής. Δε θα πρέπει όμως στην εξέλιξή του να εξασφαλίζει και εισόδημα για μη εργαζόμενους αρχικούς «επενδυτές», παρόλο που στην αρχή-για λόγους που αναφέρθηκαν στο παραπάνω παράδειγμα-πιθανά να είναι απαραίτητο για κάποιο διάστημα. Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει ένα τέτοιο εγχείρημα να εξελιχθεί σε μετοχική εταιρεία, όπως οι σημερινές. Οι μετοχική συμμετοχή των αρχικών μελών του εγχειρήματος δε μπορεί να μεταβιβάζεται απρόσωπα σε τρίτους. Αν κάποιο μέλος θα θέλει να αποχωρήσει μελλοντικά, μπορεί να αποζημιώνεται από τα αποθεματικά-που θα χρειασθεί να δημιουργούνται από τα πλεονάσματα, για αυτό αλλά και για άλλους σκοπούς- ή να μεταβιβάζει τη μετοχή του σε άλλο συγκεκριμένο πρόσωπο, αποδεκτό από τη συνέλευση των μελών. Δε θα πουλά λοιπόν μετοχές στην απρόσωπη αγορά, αλλά μπορεί να εξασφαλίζει νέα κεφάλαια και μέσα: 1) από την «προίκα» που μπορούν να φέρουν τα νέα εργαζόμενα μέλη τα οποία θα θέλουν να συμμετάσχουν στο εγχείρημα 2) από δάνεια ή δωρεές άλλων συνεργαζόμενων με αυτό εγχειρημάτων 3) από χρηματοδότηση πιστωτικών οργανισμών της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που θα υπάρχουν ή θα δημιουργούνται, στο πρότυπο των σημερινών «ηθικών και δημοκρατικών ή συνεταιριστικών τραπεζών».
Στη κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία δεν θα υπάρχει χρηματοπιστωτικός τομέας με τη μορφή του σημερινού καπιταλιστικού «καζίνου». Οι πιθανοί μικροί τόκοι που μπορούν να απαιτούν οι πιστωτικοί αυτοί οργανισμοί της θα δικαιολογούνται μόνο στη βάση των λειτουργικών δαπανών τους και όχι στη βάση διανομής κερδών στα μέλη(και αυτοί οι οργανισμοί-συλλογικότητες θα διανέμουν εισόδημα μόνο στους εργαζόμενούς τους, πέρα από την εξασφάλιση των λειτουργικών εξόδων τους). Σε τέτοιους πιστωτικούς συνεταιρισμούς-που βέβαια θα λειτουργούν με δημοκρατική διαφάνεια για να διεκδικούν την ένταξή τους στην οικονομία της μετάβασης- μπορούν να καταθέτουν για παράδειγμα τα για το επόμενο χρονικό διάστημα αχρείαστα πλεονάσματά τους, τα υπόλοιπα οικονομικά εγχειρήματα της εν λόγω οικονομίας. Έτσι το χρήμα θα ξαναγίνει μέσο για την λειτουργία της κοινοτικής οικονομίας και όχι μέσο πλουτισμού των ατόμων προκατόχων του.
Εξάλλου είναι υλοποιήσιμη και η δυνατότητα δημιουργίας από τώρα ενός "εσωτερικού νομίσματος" της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, ώστε να ανταλλάσσουν μεταξύ τους -σε μια δίκαιη βάση- όλες οι οικονομικές μονάδες, που θα εντάσσονται στον τομέα.